- δίδελφυς
- ο, η1. φρ. «δίδελφυς μήτρα» — η μήτρα που έχει δύο κόλπους, δύο τραχήλους, δύο ανεξάρτητα σώματα2. το αρσ. ως ουσ. ο δίδελφυςτο μαρσιποφόρο οπόσσουμ τής Βόρειας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
γιαπόκ — Μαρσιποφόρο ζώο της οικογένειας των διδελφυϊδών, στην οποία ανήκουν επίσης ο βιργιανός μαρσιπομύς και ο δίδελφυς ο κοινός. Ο γ. διακρίνεται από τα τυπικά είδη της οικογένειας, γιατί τα δάχτυλα των πίσω άκρων του είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη … Dictionary of Greek
Σολομώντα νησιά — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, στα Α της Παπούα – Νέα Γουινέα.Tο αρχιπέλαγος των Nησιών του Σολομώντος (Sοlomon Islands), προτεκτοράτο της Aγγλίας ώς την ημέρα που έγινε ανεξάρτητο (7 Iουλίου 1978), περιλαμβάνει τα… … Dictionary of Greek